-
1 λίμα
[лима] ουσ. Θ. напильник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίμα
-
2 Лима
-
3 пилка
-
4 напильник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напильник
-
5 пилка
I.(процесс) το πριόνισμα.II.(маленькая ручная пила) το πριονάκι, η λίμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пилка
-
6 напильник
напильникм ἡ λίμα:работать \напильником λιμάρω. -
7 пилка
пилкаж1. (действие) τό πριόνισμα·2. (маленькая пила) τό πριονάκι·3. (для ногтей) ἡ λίμα. -
8 рашпиль
рашпильм тех. ὁ ξυλοφάγος, ἡ ράσπα, ἡ χοντρή λίμα -
9 напильник
[ναπίλ'νικ] ουσ. α. λίμα -
10 напильник
[ναπίλ'νικ] ουσ α λίμα -
11 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
12 жадность
-и θ.1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία• πλεονεξία. || κυνορεξία, βουλιμία, λίμα.2. τσιγγουνιά, φυλαργυρία, καρμιριά.εκφρ.с -ью – αχόρταγα, με μεγάλο ενδιαφέρο, με μεγάλη προσοχή• απερίσπαστα. -
13 напилочный
επ.λιμαρισμένος, με λίμα καμωμένος. -
14 напильник
-а α.ρινί, λίμα•напильник трёхгранный, четырхгранный ρινί τριγωνικής, τετραγωνικής διατομής•
круглый напильник ρινί στρογγυλό•
напильник по дереву ρινί για ξύλο•
плоский напильник ρινί πλατύ.
-
15 неутолимый
επ., βρ: -лим, -а, -оακαταπράυντος•-ая боль ακαταπράυντος πόνος.
|| ακόρεστος, άσβηστος•-ая жавда άσβηστη δίψα•
неутолимый голод ακόρεστη πείνα (λίμα)•
- ая жажда знаний (μτφ.) ακόρεστη δίψα γνώσεων.
-
16 подпилок
-лка α. λίμα, ρινί. -
17 поехать
-еду, -едешь ρ.σ.1. πηγαίνω,φεύγω•поехать на курорт πηγαίνω στη λουτρόπολη•
на пароход πηγαίνω ατμοπλοϊκά, με το πλοίο.
|| κατευθύνομαι, κόβω, τραβώ•повозка -ла направо το αμάξι έκοψε δεξιά.
2. μτφ. αρχίζω να φλυαρώ ενοχλητικά, πιάνω τη λίμα, αρχίζω την πάρλα•вот болтун•, как -ал, не остановишь να φλύαρος: σαν αρχίσει την πάρλα δεν τον σταματάς.
-
18 стрекот
-а α.τρίξιμο, τριγμός. || μτφ. φλυαρία, λογοδιάρροια, λίμα. -
19 трёхгранный
επ.τρίεδρος• τρ ιγων ικός, τρ ί-πλευρος•трёхгранный угол τρίεδρη γωνία•
трёхгранный штык τριγωνική λόγχη•
трёхгранный нэлильник τριγωνική λίμα.
-
20 трещание
-я ουδ.1. τρίξιμο, τριγμός,2. μτφ. λίμα, λογοδ ιάρρο ια. || φλυαρία, γλωσ-σοκοπάνισμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
λίμα — I (λ. ιταλ.) 1. εργαλείο λείανσης. 2. μτφ., ακατάπαυστη φλυαρία: Η λίμα του δεν έχει όρια. II μεγάλη πείνα, λαιμαργία: Με τη λίμα που είχαν έψαχναν για φαγητό μέχρι και στα σκουπίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
αλίμαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λίμα, βουλιμία, που δεν είναι πειναλέος 2. (για φαγητά) αυτό που δεν προκαλεί λίμα, βουλιμία, όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαχτός < λιμάζω] … Dictionary of Greek
λιμαδόρος — α, ικο 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. το αρσ. ως ουσ. αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμα (Ι) + κατάλ. –δόρος (< ιταλ. κατάλ. dore), πρβλ. σουλατσα δόρος, τρακα δόρος] … Dictionary of Greek
παναμερικανισμός — Κίνημα που κατάγεται από το σχέδιο του Σιμόν Μπολιβάρ για μια αδελφική ένωση των νέων αμερικανικών Δημοκρατιών. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Λιμπερταδόρ (Απελευθερωτής) συγκάλεσε στον Παναμά το 1826, μια ειδική διάσκεψη, που δεν είχε … Dictionary of Greek
ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… … Dictionary of Greek